νοσταλγία

νοσταλγία
η (Μ νοσταλγία) [νοσταλγώ]
βαθύς πόθος, λαχτάρα για επιστροφή στην πατρίδα, ανάμικτος με συναισθήματα θλίψης και ψυχικού άλγους
νεοελλ.
ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανάμικτα συναισθήματα επιθυμίας, ελπίδας, θλίψης και ανησυχίας τα οποία έχουν ως αφετηρία τους τον πόθο για επιστροφή σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο αγάπης και αφοσίωσης ή για την επάνοδο αυτών τών προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοσταλγία — η 1. βαρυθυμία, μελαγχολία από τον πόθο του γυρισμού στην πατρίδα: Νοσταλγία της πατρίδας. 2. βαρύθυμη ανάμνηση ευχάριστων γεγονότων ή καταστάσεων του παρελθόντος: Νοσταλγία της παλιάς εποχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοσταλγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσταλγία ή αυτός που προκαλεί νοσταλγία. επίρρ... νοσταλγικώς και ά με νοσταλγικό τρόπο, με νοσταλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Εμμ. Λυκούδη] …   Dictionary of Greek

  • Saudade — articleissues article = y refimprove = August 2008 original research = March 2008Saudade (singular) or saudades (plural) (pronounced|sawˈdade in Galician, pronounced|sawˈdadɨ in European Portuguese and IPA| [sawˈdadʒi] or IPA| [sawˈdadi] in… …   Wikipedia

  • ανοστάλγητος — η, ο 1. εκείνος που δεν προκαλεί νοσταλγία, που δεν τον νοσταλγεί κάποιος 2. αυτός που δεν αισθάνεται νοσταλγία …   Dictionary of Greek

  • νοσταλγός — ο, η αυτός που κατέχεται από νοσταλγία («νοσταλγοί τής δικτατορίας υπάρχουν και σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από νοσταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Γουλφ, Τόμας Κλέιτον — (Thomas Clayton Wolfe, Άσβιλ, Βόρεια Καρολίνα 1900 – Βαλτιμόρη 1938). Αμερικανός συγγραφέας. «Ο κόσμος μου ανήκε στην εργατική τάξη», έγραψε ο Γ., που έζησε πράγματι τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στους ορεσίβιους της Βόρειας Καρολίνας και στο… …   Dictionary of Greek

  • Ντβόρζακ, Αντονίν — (Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια… …   Dictionary of Greek

  • ανοστάλγητος — η, ο 1. αυτός που δεν αισθάνεται νοσταλγία: Ζούσε ανοστάλγητος, μόλο που έλειπε από τον τόπο του σχεδόν δέκα χρόνια. 2. αυτός που δεν προκαλεί νοσταλγία: Ανοστάλγητα του ήταν τώρα το νησί του και το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”